- ηδονίζομαι
- ηδονίστηκα1. αισθάνομαι ηδονή, ευχαρίστηση: Ηδονίζεται να βασανίζει τους άλλους.2. είμαι φιλήδονος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηδονίζομαι — ηδονίζομαι, ηδονίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
εμφιληδονώ — ἐμφιληδονῶ ( έω) και ἐμφιληδῶ ( έω) (Α) ευχαριστούμαι, ηδονίζομαι … Dictionary of Greek